φιληραϊστής

φιληραϊστής
-οῡ, ὁ, Α
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους Ηραϊστές, τα μέλη λατρευτικού θιάσου τής θεάς Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Ἡραϊστής «ιερέας τής Ήρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”